Η συμφυτική θυλακίτιδα του ώμου, περισσότερο γνωστή ως ο “παγωμένος ώμος”, είναι μια επώδυνη πάθηση του ώμου που συχνότερα πλήττει γυναίκες ηλικίας μεταξύ 40 και 60 ετών.
Η παθολογική αυτή οντότητα μπορεί κάποιες φορές να προκύψει ως αποτέλεσμα τραυματισμού (π.χ. μετά από ένα κάταγμα περί τον ώμο) ή ακόμα και μετεγχειρητικά (π χ. μετά από ένα αρθροσκοπικό χειρουργείο στον ώμο). Δεν είναι σπάνιο, παρόλα αυτά, η ακριβής αιτιολογία πιθανόν να παραμένει αδιευκρίνιστη (πρωτοπαθής ή ιδιοπαθής συμφυτική θυλακίτιδα). Η νοσολογική αυτή οντότητα έχει συσχετιστεί με την παρουσία σακχαρώδους διαβήτη (και των δύο τύπων), νοσημάτων του θυρεοειδούς (ιδίως αυτοάνοσων), νόσου Dupuytren, αθηρωματικής νόσου των αγγείων, καθώς και με την αυχενική δισκοπάθεια.
Η άρθρωση του ώμου, όπως συμβαίνει και με όλες τις αρθρώσεις του ανθρώπινου σώματος, περιβάλλεται από ένα στρώμα ινώδους ιστού, τον αρθρικό θύλακο. Αυτός ενισχύεται περαιτέρω από τους γληνοβραχιόνιους συνδέσμους και μαζί λειτουργούν ως στατικοί σταθεροποιητές της άρθρωσης, περιορίζοντας την ακραία, ανεξέλεγκτη κίνηση. Παρόλα αυτά, επιτρέπουν ένα πλήρες, λειτουργικό εύρος κίνησης, καθώς και κάποια ευλυγισία στην άρθρωση. Στην νόσο του παγωμένου ώμου αυτές οι θυλακοσυνδεσμικές δομές σκληραίνουν και ρικνώνονται, οδηγώντας σε σημαντική μείωση τόσο του ενεργητικού όσο και του παθητικού εύρους κίνησης του ώμου, συνοδευόμενη από πόνο ποικίλης βαρύτητας.
Η πάθηση αυτή ακολουθεί γενικώς μια μακρά κλινική πορεία, η οποία μπορεί να διακριθεί σε τρία βασικά κλινικά στάδια. Το στάδιο της ψύξης (freezing) ή επώδυνο στάδιο χαρακτηρίζεται από την προοδευτική έναρξη διάχυτου πόνου και μπορεί να διαρκέσει από έξι εβδομάδες έως εννέα μήνες. Ακολουθεί το παγωμένο (frozen) ή δύσκαμπτο στάδιο κατά το οποίο η κινητικότητα του ώμου μειώνεται σημαντικά επηρεάζοντας έτσι τις δραστηριότητες της καθημερινότητας. Αυτό μπορεί να διαρκέσει από 4 έως 9 μήνες. Τελικά, ξεκινά το στάδιο της τήξης (thawing) το οποίο σηματοδοτεί τη σταδιακή επάνοδο της κίνησης και λειτουργικότητας της άρθρωσης στη διάρκεια μιας περιόδου από πέντε έως και είκοσι-έξι μήνες.
Οι συχνότερες κλινικές εκδηλώσεις του παγωμένου ώμου περιλαμβάνουν την άτυπη έναρξη γενικευμένου άλγους στον ώμο, ακολουθούμενη από μείωση της κινητικότητας που επηρεάζει σημαντικά τις δραστηριότητες της καθημερινότητας. Το άλγος μπορεί να εκλύεται κατά την προσπάθεια κίνησης της άρθρωσης ή ακόμα και κατά την ηρεμία, ενώ δεν αποκλείεται να εκλύεται και κατά τη διάρκεια της νύχτας, δυσχεραίνοντας σημαντικά τον ύπνο. Η κλινική εξέταση αποκαλύπτει μείωση τόσο της ενεργητικής όσο και της παθητικής κινητικότητας με ένα έντονα επώδυνο εύρος κίνησης, το οποίο καταλήγει σε ανένδοτο τελικό σημείο. Η εξέταση του ώμου για σύγχρονες παθολογίες, όπως αυτές του στροφικού πετάλου ή του τένοντα της μακράς κεφαλής του δικεφάλου μυός, είναι περιορισμένης αξίας σε αυτή τη φάση, λόγω του έντονου άλγους και του μειωμένου εύρους κίνησης.
Οι απεικονιστικές εξετάσεις ξεκινούν με μια σειρά κοινών ακτινογραφιών από τις οποίες λαμβάνονται πληροφορίες για τις οστικές δομές του ώμου, όπως η παρουσία οστεοπενίας από αχρησία ή αρθρίτιδας. Η μαγνητική τομογραφία με ή χωρίς αρθρογράφημα μπορεί να χρησιμοποιηθεί όταν διερευνώνται συνυπάρχουσες ή εναλλακτικές παθολογίες ως η αιτία των συμπτωμάτων του ασθενούς. Ωστόσο, δεν αποτελεί από μόνη της απαραίτητη εξέταση για να τεθεί η διάγνωση της συμφυτικής θυλακίτιδας, η οποία άλλωστε παραμένει κυρίως κλινική.
Η αντιμετώπιση του παγωμένου ώμου συνίσταται τόσο σε μη επεμβατικές όσο και σε επεμβατικές μεθόδους. Οι πρώτες αποτελούν την πρώτη γραμμή αντιμετώπισης και είναι αποτελεσματικές στο να βελτιώσουν τον πόνο και τη μειωμένη της κινητικότητα στις περισσότερες των περιπτώσεων. Περιλαμβάνουν τη χρήση φυσικών μέσων, όπως η θερμότητα και η κρυοθεραπεία, αναλγητικών, όπως η παρακεταμόλη και τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα, καθώς και ενδαρθρικών εγχύσεων τοπικών αναισθητικών και κορτικοστεροειδών. Αυτά βοηθούν κυρίως στην αρχική, επώδυνη φάση, ενώ οι εγχύσεις κορτικοστεροειδών μπορεί να έχουν μια πιο παρατεταμένη αναλγητική και αντιφλεγμονώδη δράση διάρκειας έως και αρκετών εβδομάδων. Επιπλέον, η φυσικοθεραπεία παίζει θεμελιώδη ρόλο στη διαχείριση αυτής της πάθησης. Σε γενικές γραμμές περιλαμβάνει καθημερινές, προοδευτικές διατατικές ασκήσεις έως το σημείο του πόνου. Η θεραπεία μπορεί να διαρκέσει από 3 έως και 6 μήνες, κατά τους οποίους ο ασθενής πρέπει να επιτηρείται από έναν έμπειρο φυσικοθεραπευτή. Ακολούθως, μπορεί να γίνει η μετάβαση σε ένα πρόγραμμα κατ’ οίκον ασκήσεων όπου ο ασθενής εκτελεί ανεξάρτητος, μέχρις ότου επιτευχθεί η βέλτιστη αποκατάσταση.
Η επεμβατική θεραπεία επιφυλάσσεται για τις επίμονες περιπτώσεις στις οποίες τα συντηρητικά μέτρα απέτυχαν να επαναφέρουν τη λειτουργικότητα του ώμου σε έναν ικανοποιητικό βαθμό, αποτρέποντας έτσι τους ασθενείς από το να λειτουργήσουν φυσιολογικά στην καθημερινότητά τους. Σε αυτή την κατηγορία ανήκει, αρχικά, η κινητοποίηση υπό αναισθησία, κατά την οποία, κάτω από την απαραίτητη αναισθησία και μυοχάλαση ο ώμος του ασθενούς φέρεται σε ένα κατά το δυνατόν πλήρες εύρος κίνησης, εφαρμόζοντας σταθερή και ελεγχόμενη δύναμη. Για να είναι η τεχνική αυτή αποτελεσματική, εφαρμόζονται διάφορες μέθοδοι μεθεπεμβατικής αναλγησίας (από του στόματος, ενδοφλέβια ή/και ενδαρθρικά αναλγητικά), ώστε να μειωθεί στο ελάχιστο ο πόνος και να είναι εφικτή η άμεση έναρξη φυσικοθεραπείας. Επιπρόσθετα της κινητοποίησης υπό αναισθησία και ιδίως εάν αυτή αποτύχει να αυξήσει ικανοποιητικά το εύρος κίνησης του ώμου, μπορεί επίσης να εφαρμοστεί η αρθροσκοπική θυλακοτομή. Η τεχνική αυτή στοχεύει στην απελευθέρωση των πεπαχυμένων και ρικνωμένων μαλακών μορίων τα οποία περιορίζουν την ελεύθερη κίνηση του ώμου. Όπως και με την κινητοποίηση υπό αναισθησία, η άμεση έναρξη φυσικοθεραπείας είναι κομβικής σημασίας για να διατηρηθούν τα οφέλη αυτής της επέμβασης.
Κλείνοντας, ο παγωμένος ώμος ή αλλιώς η συμφυτική θυλακίτιδα του ώμου είναι μια επώδυνη, συνήθως ιδιοπαθής, αλλά, ευτυχώς, αυτοπεριοριζόμενη νόσος, η οποία συχνά εμφανίζεται σε γυναίκες με σακχαρώδη διαβήτη, παθήσεις του θυροειδούς ή αυτοάνοσα νοσήματα. Η διάγνωσή της είναι κυρίως κλινική, ενώ η αντιμετώπισή της είναι πρώτα και κύρια μη επεμβατική, επιτυγχάνοντας καλά λειτουργικά αποτελέσματα στην πλειοψηφία των ασθενών. Στις λίγες περιπτώσεις στις οποίες η συντηρητική αντιμετώπιση αποτυγχάνει, η κινητοποίηση υπό αναισθησία ή η αρθροσκοπική θυλακοτομή μπορούν να αποκαταστήσουν το εύρος κίνησης της άρθρωσης. Σε κάθε περίπτωση, για να διατηρηθούν στο χρόνο τα καλύτερα δυνατά λειτουργικά αποτελέσματα, είναι απαραίτητο οι ασθενείς να ακολουθήσουν ένα πλήρες πρόγραμμα φυσικοθεραπείας με την ενδεδειγμένη διάρκεια.
να σε καθοδηγήσει σχετικά με τη πάθηση σου, για να επιλέξεις την καλύτερη δυνατή αντιμετώπισή της.