Η ακριβής αιτία της νόσου δεν έχει διαπιστωθεί ακόμη. Ωστόσο, γνωρίζουμε ότι αναπτύσσεται σε τρία διακριτά στάδια: το προ-ασβεστοποιό, το ασβεστοποιό και το μετα-ασβεστοποιό. Το προ-ασβεστοποιό στάδιο συνίσταται στην ανάπτυξη εκφυλιστικών μεταβολών σε μικροσκοπικό επίπεδο μέσα στον τένοντα και στις περισσότερες των περιπτώσεων είναι ανώδυνο. Το ασβεστοποιό στάδιο, κατά τη διάρκεια του οποίου οι ασθενείς αναζητούν συχνότερα ιατρική συμβουλή, αποτελείται από τρεις ξεχωριστές φάσεις. Κατά τη φάση του σχηματισμού κύτταρα εναποθέτουν ασβέστιο μέσα στη μάζα του τένοντα, ενώ η επακόλουθη λανθάνουσα φάση φαίνεται να είναι σχετικά ελεύθερη εκ της κυτταρικής ή της φλεγμονώδους δραστηριότητας. Κατά τη φάση της αποδόμησης, ωστόσο, νεόπλαστα αγγεία δημιουργούνται μέσα στον φυσιολογικά ανάγγειο τένοντα (μια διαδικασία γνωστή ως νεοαγγειογένεση) και, μέσω αυτών, συγκεντρώνονται κύτταρα με στόχο να αποδομήσουν τις εναποθέσεις ασβεστίου (φαγοκύτταρα). Αυτό αποτελεί κλινικά το πιο επώδυνο στάδιο της παθογόνου διαδικασίας. Εντέλει, ακολουθεί το μετα-ασβεστοποιό στάδιο.
Οι πρωτοεμφανιζόμενοι ασθενείς με ασβεστοποιό τενοντίτιδα του ώμου μπορεί να αναφέρουν συμπτώματα ωμαλγίας, πόνου δηλαδή στον ώμο, χωρίς κάποιο προηγούμενο τραυματικό γεγονός, αίσθημα “μαγκώματος”, ακουστούς ήχους (“κλικς”) ή μειωμένη κινητικότητα καθώς και δύναμη της άρθρωσης. Κατά την εξέταση από έναν ορθοπαιδικό χειρουργό, η μείωση του εύρους κίνησης του ώμου, καθώς και της δύναμης του στροφικού πετάλου αποτελούν τα προεξάρχοντα κλινικά σημεία. Συχνά δε, συνοδεύονται από διαταραχή στη συντονισμένη κίνηση του ώμου και της ωμοπλάτης (ωμοθωρακική δυσκινησία) καθώς ο ασθενής προσπαθεί να αντιρροπήσει τη μειωμένη λόγω πόνου κινητικότητα του ώμου.
Η πλέον ενδεδειγμένη μέθοδος για τη διάγνωση της ασβεστοποιού τενοντίτιδας είναι οι απλές ακτινογραφίες. Με τη βοήθειά τους μπορεί να αναγνωριστεί η εντόπιση, η πυκνότητα, το μέγεθος και το περίγραμμα των εναποθέσεων ασβεστίου εντός του στροφικού πετάλου. Επιπλέον, χρησιμοποιούνται για την παρακολούθηση της προόδου των εναποθέσεων μέσα στο χρόνο. Ο υπέρηχος του ώμου, στα χέρια ενός άρτια εκπαιδευμένου ιατρού, μπορεί επίσης να φανεί χρήσιμος τόσο στη διάγνωση των επασβεστώσεων όσο και στην καθοδήγηση στοχευμένων θεραπειών διά βελόνης όπως η αποσυμπίεση, το barbotage ή ακόμη και οι απλές εγχύσεις. Τέλος, η μαγνητική τομογραφία μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε επιλεγμένες, επίμονες περιπτώσεις, στις οποίες διερευνάται η ταυτόχρονη παρουσία άλλων παθήσεων του ώμου, όπως οι ρήξεις του στροφικού πετάλου.
Η αντιμετώπιση της ασβεστοποιού τενοντίτιδας του ώμου συνίσταται τόσο σε συντηρητικές όσο και σε επεμβατικές μεθόδους, με τις πρώτες τις περισσότερες φορές να επιτυγχάνουν την ανακούφιση των συμπτωμάτων του ασθενούς για μακρές χρονικές περιόδους. Η αρχική αντιμετώπιση για όλες τις φάσεις της νόσου περιλαμβάνει την ανακούφιση του πόνου με τη βοήθεια φαρμακευτικών συνδυασμών παρακεταμόλης και μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών, ακολουθούμενων από φυσικοθεραπεία. Επί εξαιρετικά έντονων και επίμονων συμπτωμάτων χρήσιμες είναι και οι εγχύσεις κορτικοστεροειδών στον υπακρωμιακό χώρο. Για την πλήρη ύφεση των ενοχλημάτων μπορεί να απαιτηθεί χρονικό διάστημα έως και έξι μηνών, με εφικτό ποσοστό περί το 60-70% των ασθενών.
Σε επίμονες περιπτώσεις μπορεί να χρησιμοποιηθεί η εξωσωματική θεραπεία με κρουστικά κύματα ως επιπρόσθετη στις προαναφερθείσες μεθόδους, κυρίως κατά τη φάση σχηματισμού και τη λανθάνουσα φάση. Θα πρέπει, όμως, να σημειωθεί ότι τόσο η αποτελεσματικότητα αυτής της μεθόδου όσο και η συχνότητα των σχετιζόμενων με αυτή ανεπιθύμητων ενεργειών είναι δοσοεξαρτώμενη. Όσο μεγαλύτερη δηλαδή είναι η ενέργεια που απορροφάται από την επασβέστωση, τόσο πιο αποτελεσματική είναι η μέθοδος αυτή στο να τη διασπάσει και να ευοδώσει την απορρόφησή της, συντείνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο σε βέλτιστα λειτουργικά αποτελέσματα. Ωστόσο, υψηλότερη ενέργεια συνεπάγεται και περισσότερο πόνο κατά τη διάρκεια της θεραπείας ή τοπική αντίδραση (ερύθημα/κοκκίνισμα, φλεγμονή, εκχύμωση/μελάνιασμα) μετά από αυτή. Μία άλλη μέθοδος που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμό με τη φαρμακοθεραπεία και τη φυσικοθεραπεία κατά τη φάση απορρόφησης της νόσου είναι η καθοδηγούμενη με υπέρηχο έκπλυση (lavage) με βελόνη ή το barbotage. Στη μεν πρώτη, δύο βελόνες εισάγονται υπό υπερηχογραφική καθοδήγηση πλησίον της βλάβης ώστε να δημιουργηθεί ένα κλειστό σύστημα ροής διά του οποίου φυσιολογικός ορός και τοπικό αναισθητικό εγχύονται από τη μία βελόνη, ενώ γίνεται προσπάθεια αναρρόφησης της ασβέστωσης από τη δεύτερη. Στη δε δεύτερη, μία μονήρης βελόνη χρησιμοποιείται για τη διάσπαση της επασβέστωσης, ακολουθούμενη από τη χορήγηση τοπικού αναισθητικού και κορτικοστεροειδούς για τον έλεγχο του πόνου.
Όταν η συντηρητική αντιμετώπιση αποτυγχάνει και τα συμπτώματα επιμένουν, δυσχεραίνοντας την καθημερινότητα των ασθενών, θέση έχει η χειρουργική θεραπεία, είτε αρθροσκοπική, είτε mini-ανοικτή. Η προσέγγιση αυτή περιλαμβάνει την αφαίρεση των εναποθέσεων ασβεστίου καθώς και την αποσυμπίεση των τενόντων του στροφικού πετάλου καθώς διέρχονται κάτω από το ακρώμιο της ωμοπλάτης ή/και την αποκτάσταση συνοδών ρήξεων αυτών. Η χειρουργική θεραπεία έχει φανεί να είναι αποτελεσματική στην ύφεση του πόνου βραχυπρόθεσμα, ωστόσο, οι ασθενείς πρέπει να είναι ενημερωμένοι ότι η περίοδος αποκατάστασης είναι συνήθως μακρύτερη, ιδίως όταν διενεργούνται ταυτόχρονα επιπρόσθετες επεμβάσεις στο στροφικό πέταλο. Επιπλέον, οι ασθενείς οφείλουν να είναι ενήμεροι ότι ενώ η λειτουργικότητα του ώμου αναμένεται να βελτιωθεί με τη χειρουργική θεραπεία, είναι πιθανή η υπολειπόμενη δυσκαμψία της άρθρωσης.
Η ασβεστοποιός τενοντίτιδα είναι μία συχνή πάθηση του ώμου η οποία μπορεί να αποτελέσει αιτία σοβαρού πόνου και ανικανότητας, ιδίως κατά τη φάση απορρόφησης των εναποθέσεων ασβεστίου. Παρ’ ότι σε κάποιες περιπτώσεις η νόσος μπορεί να υποτροπιάσει ή να αφήσει κάποιου βαθμού δυσκαμψία μακροπρόθεσμα, η συντηρητική αντιμετώπιση είναι κατά βάση αποτελεσματική στην ανακούφιση του πόνου και στην επαναφορά της λειτουργικότητας στην πλειοψηφία των ασθενών. Εάν, ωστόσο, αυτή αποτύχει, υπάρχουν διαθέσιμες και χειρουργικές επιλογές.
να σε καθοδηγήσει σχετικά με τη πάθηση σου, για να επιλέξεις την καλύτερη δυνατή αντιμετώπισή της.