Τα κατάγματα του ισχίου είναι μια ιδιαίτερη κατηγορία καταγμάτων διότι συνοδεύονται από σημαντική έκπτωση του βιοτικού επιπέδου των ασθενών, αλλά και από αυξημένη θνητότητα, ιδιαίτερα σε ασθενείς με πολλαπλές παθήσεις. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι περίπου 30% των ασθενών με κάταγμα ισχίου θα αποβιώσει μέσα στο πρώτο έτος από το κάταγμα. Επίσης, μόνο 20% των ασθενών με κάταγμα ισχίου μπορούν να περπατήσουν αυτόνομα και χωρίς βοήθημα (περιπατητήρα ή βακτηρία) ένα χρόνο μετά το κάταγμα. Τέλος, τα κατάγματα αυτά είναι τα πιο δαπανηρά τόσο για τους ασθενείς και τις οικογένειές τους όσο και για το εθνικό σύστημα υγείας και τους παρόχους ασφάλισης, γιατί οι ασθενείς χάνουν την αυτονομία τους για μεγάλο χρονικό διάστημα και συνήθως χρειάζονται πρόγραμμα αποκατάστασης. Εμφανίζονται συχνά σε ηλικιωμένους, γυναίκες, τη λευκή φυλή, σε οστεοπορωτικούς ασθενείς και ασθενείς που έχουν, για διάφορους λόγους, συχνές πτώσεις.
Τα κατάγματα του ισχίου είναι αυτά που συμβαίνουν στο κεντρικό τμήμα του μηριαίου οστού και περιλαμβάνουν τα κατάγματα της κεφαλής του μηριαίου οστού, τα κατάγματα του αυχένα του μηριαίου οστού και τα περιτροχαντήρια κατάγματα. Τα κατάγματα της μηριαίας κεφαλής είναι σπάνια και συνήθως συνοδεύουν το τραυματικό εξάρθρημα του ισχίου. Τα κατάγματα του αυχένα του μηριαίου ή υποκεφαλικά κατάγματα είναι σχετικά συχνά κατάγματα, είναι συνηθισμένα στη μεγάλη ηλικία και μπορούν να συμβούν ακόμα και με μικρή βία (πχ σε μια πτώση από όρθια ή καθιστή θέση). Τα περιτροχαντήρια κατάγματα διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες ανάλογα με τη θέση του κατάγματος σε σχέση με τη γραμμή που ενώνει το μείζονα με τον ελάσσονα τροχαντήρα (διατροχαντήριος γραμμή). Αν το κάταγμα συμβαίνει ύπερθεν της διατροχαντηρίου γραμμής ονομάζεται βασεοαυχενικό, αν ακολουθεί τη διατροχαντήριο γραμμή ονομάζεται διατροχαντήριο και αν είναι κάτωθεν της διατροχαντηρίου γραμμής, ονομάζεται υποτροχαντήριο. Τα περιτροχαντήρια κατάγματα συμβαίνουν κι αυτά συνήθως σε μεγάλη ηλικία μετά από κάποια πτώση από την όρθια ή την καθιστή θέση.
Τα κύρια συμπτώματα του κατάγματος του ισχίου είναι ο πόνος στην περιοχή του ισχίου, η αδυναμία φόρτισης του πάσχοντος σκέλους και στις περισσότερες περιπτώσεις, η παραμόρφωση του ποδιού. Συγκεκριμένα, το κάτω άκρο είναι βραχύτερο από το υγιές και φέρεται σε έξω στροφή. Η προσπάθεια να κινήσει κάποιος τρίτος το πόδι συνοδεύεται από έντονο πόνο στη βουβωνική χώρα. Ο ασθενής συνήθως είναι πεσμένος στο πάτωμα και δεν είναι δυνατόν να σηκωθεί. Σπάνια, ο ασθενής μπορεί να περπατήσει, αν και πονάει. Αυτό συμβαίνει στις περιπτώσεις που τα κατεαγόντα άκρα του οστού σφηνώσουν μεταξύ τους.
Η διάγνωση γίνεται από την κλινική εξέταση σε συνδυασμό με το ιστορικό της κάκωσης και επιβεβαιώνεται με απλή ακτινογραφία. Σε περιπτώσεις που η καταγματική γραμμή δεν φαίνεται καθαρά στην απλή ακτινογραφία, τότε πραγματοποιείται αξονική τομογραφία η οποία απεικονίζει με λεπτομέρεια τα οστά της περιοχής.
Η θεραπεία των καταγμάτων ισχίου είναι χειρουργική. Σε σπάνιες περιπτώσεις επιλέγεται η συντηρητική θεραπεία σε ασθενείς που δε δύνανται να χειρουργηθούν λόγω άλλων σοβαρών παθήσεων. Ασθενείς που χειρουργούνται μέσα στα πρώτα δύο 24ωρα από τον τραυματισμό έχουν καλύτερα αποτελέσματα και εμφανίζουν λιγότερες επιπλοκές από αυτούς που καθυστερούν να χειρουργηθούν.
Η επιλογή της χειρουργικής μεθόδου εξαρτάται κυρίως από τον τύπο του κατάγματος και την ηλικία του ασθενούς.
α) Κατάγματα της κεφαλής του μηριαίου οστού. Συνήθως, αντιμετωπίζονται με ανοικτή ανάταξη και εσωτερική οστεοσύνθεση. Προτιμάται η πρόσθια προσπέλαση του ισχίου, ανατάσσονται τα οστικά τεμάχια και σταθεροποιούνται με μικρούς κοχλίες.
β) Κατάγματα του αυχένα του μηριαίου οστού.
γ) Περιτροχαντήρια κατάγματα. Ανεξαρτήτως ηλικίας η μέθοδος εκλογής είναι η κλειστή ανάταξη και σταθεροποίηση με ενδομυελική ήλωση. Ο ασθενής με γενική ή ραχιαία αναισθησία τοποθετείται σε τραπέζι έλξης και πραγματοποιείται ανάταξη του κατάγματος υπό ακτινοσκοπικό έλεγχο. Το κάταγμα σταθεροποιείται με ενδομυελικό ήλο τύπου γάμμα. Το κύριο στέλεχος του ήλου εισάγεται στον αυλό του μηριαίου οστού από μια οπή στο άνω τμήμα του (μείζονας τροχαντήρας) και σταθεροποιείται με έναν κοχλία που διατρέχει τον αυχένα και την κεφαλή του μηριαίου και έναν κοχλία περιφερικά στη διάφυση του μηριαίου οστού. Σπάνια, μπορεί να επιλεγεί το σύστημα πλάκας – ολισθαίνοντος κοχλία ή η ολική αρθροπλαστική του ισχίου σε ιδιαίτερα συντριπτικά κατάγματα.
Η γρήγορη αντιμετώπιση και η ταχεία έναρξη του προγράμματος αποκατάστασης μετά από ένα κάταγμα ισχίου είναι ύψιστης σημασίας για την καλή έκβαση. Οι ασθενείς είναι πολλές φορές ηλικιωμένοι και έχουν κι άλλα σημαντικά προβλήματα υγείας. Η γρήγορη κινητοποίηση μειώνει τον κίνδυνο σοβαρών επιπλοκών, όπως η θρόμβωση, η πνευμονία, η καρδιακή κάμψη κτλ. Οι ασθενείς με περιτροχαντήρια κατάγματα και υποκεφαλικά κατάγματα που έχουν αντιμετωπιστεί με κοχλίωση ακολουθούν τις περισσότερες φορές πρόγραμμα αποκατάστασης διάρκειας έξι εβδομάδων. Οι ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε ημιαρθροπλαστική ή ολική αρθροπλαστική ισχίου έχουν πιο γρήγορη αποκατάσταση. Ιδιαίτερα δε, αν χειρουργηθούν με τη μέθοδο ASI δεν χρειάζεται φυσικοθεραπεία.
Σε όλους τους ασθενείς με κάταγμα ισχίου που δεν έχει προέλθει από τραυματισμό υψηλής βίας, συνιστάται να γίνεται έλεγχος οστεοπόρωσης και διερεύνηση αιτίων πτώσεων, ώστε να αποτρέψουν ένα νέο κάταγμα.
να σε καθοδηγήσει σχετικά με τη πάθηση σου, για να επιλέξεις την καλύτερη δυνατή αντιμετώπισή της.