Η δυσπλασία του ισχίου στους ενήλικες είναι αποτέλεσμα της ελλαττωματικής ανάπτυξης της άρθρωσης από τη γέννηση και η οποία συνεχίζει στην ενήλικη ζωή και οδηγεί στη διαμόρφωση μίας αβαθούς, υποπλαστικής κοτύλης και ενός ελλαττωματικού εγγύς μηριαίου. Για την ακρίβεια, η αναπτυξιακή δυσπλασία του ισχίου συνιστά την πιο κοινή ορθοπαιδική πάθηση στα νεογνά, με την επίπτωσή της να φτάνει τη 1:100 γεννήσεις, ενώ εκείνη του συγγενούς εξαρθρήματος του ισχίου τη 1:1000. Η νόσος περιλαμβάνει ένα φάσμα εκδηλώσεων, από τη δυσπλασία, η οποία αφορά μία αβαθή και υποπλαστική κοτύλη, στο υπεξάρθρημα, το οποίο αναφέρεται στη μερική έλλειψη επαφής μεταξύ των αρθρικών επιφανειών της μηριαίας κεφαλής και της κοτύλης, έως και, εντέλει, το εξάρθρημα, όταν υπάρχει δηλαδή πλήρης απώλεια της επαφής μεταξύ των αρθρικών επιφανειών και κεντρική μετανάστευση του μηριαίου. Η επίπτωση της δυσπλασίας του ισχίου στους ενήλικες στις ΗΠΑ υπολογίζεται στο 3-5%, ενώ 10% του συνόλου των ολικών αρθροπλαστικών ισχίων υπολογίζεται ότι πραγματοποιούνται με την ένδειξη της δευτεροπαθούς αρθρίτιδας λόγω δυσπλασίας. Το γυναικείο φύλο παρουσιάζει δύο με τέσσερις φορές μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξης δυσπλασίας του ισχίου, ενώ άλλοι παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν την ισχιακή προβολή, το ολιγοϋδράμνιο, το να είναι η γυναίκα πρωτοτόκος, το λανθασμένο φάσκιωμα και το θετικό οικογενειακό ιστορικό.
Ενώ η δυσπλασία του ισχίου στον ενήλικα απαιτεί σχεδόν αποκλειστικά κάποιας μορφής χειρουργική αντιμετώπιση ώστε να βελτιωθεί η λειτουργικότητα και να ανακουφιστούν τα συμπτώματα από αυτή, η αναπτυξιακή δυσπλασία του ισχίου, η οποία συνιστά την πρωταρχική μορφή της στα νεογνά και τα βρέφη, μπορεί να διαγνωστεί ήδη από το δεύτερο μήνα ζωής, χρονική στιγμή κατά την οποία είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί επιτυχώς σχεδόν στο 90% των ασθενών αρχικά με τη χρήση εξειδικευμένων κηδεμόνων ή γύψων. Για το λόγο αυτό, ο προσυμπτωματικός έλεγχος των νεογνών με την κλινική εξέταση και, αναλόγως με τις ισχύουσες εθνικές κατευθυντήριες οδηγίες, τον υπέρηχο του ισχίου αποκτά ανεκτίμητη αξία.
Οι δυσμορφίες τόσο οι οστικές όσο κι αυτές των μαλακών μορίων που σχετίζονται με τη δυσπλασία του ισχίου έχουν σαν αποτέλεσμα την παθολογική κίνηση της μηριαίας κεφαλής μέσα στην κοτύλη, δηλαδή «την κούπα του ισχίου». Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το χείλος της κοτύλης φορτίζεται υπερβολικά, γεγονός που οδηγεί σε χόνδρινες βλάβες και την σταδιακή ανάπτυξη δευτεροπαθούς οστεοαρθρίτιδας. Το φάσμα των ανατομικών δυσμορφιών στη δυσπλασία του ισχίου περιλαμβάνει μία αβαθή κοτύλη με ποικίλους βαθμούς ανεπάρκειας του έξω και άνω τοιχώματος, με ή χωρίς μία πιο κεντρικά βρισκόμενη ψευδο-κοτύλη, ενώ συνοδεύεται επίσης και από δυσμορφίες του μηριαίου οστού, όπως η παρουσία υπερβολικής πρόσθιας κλίσης του μηριαίου αυχένα δυσμορφιών της συμβολής κεφαλής – αυχένα, βλαισού ισχίου, υποπλασίας της μυελικής κοιλότητας του μηριαίου οστού και οπίσθια μετατόπιση του μείζονος τροχαντήρα.
Υπάρχουν δύο συστήματα ταξινόμησης της δυσπλασίας του ισχίου. Η ταξινόμηση κατά Χαρτοφυλακίδη αναγνωρίζει τρεις τύπους δυσπλασίας: τον τύπο Α ή δυσπλασία, όπου η μηριαία κεφαλή εμπεριέχεται ακόμη μέσα στην κοτύλη, παρότι βρίσκεται σε υπεξαρθρηματική θέση· ο τύπος Β ή χαμηλό εξάρθρημα, όπου η μηριαία κεφαλή είναι εξαρθρωμένη και αρθρώνεται σε μία ψευδο-κοτύλη αμέσως κεντρικότερα της αληθούς· και, τέλος, ο τύπος C ή υψηλό εξάρθρημα, όπου η μηριαία κεφαλή είναι πλήρως εξαρθρωμένη και έχει μεταναστεύσει σε μια αρκετά κεντρικότερη και οπίσθια θέση σε σχέση με την αληθή κοτύλη. Η ταξινόμηση κατά Crowe, από την άλλη πλευρά, ταξινομεί τη δυσπλασία σε τέσσερις βαθμούς με βάση την κεντρική μετανάστευση ή το υπεξάρθρημα της μηριαιάς κεφαλής, οι οποίοι εκφράζονται ως ποσοστό του κάθετου ύψους της λεκάνης ή της κάθετης διαμέτρου της μηριαίας κεφαλής, αντίστοιχα.
Οι ασθενείς με δυσπλασία του ισχίου παρουσιάζουν συχνότερα πόνο στο ισχίο κατά τη δραστηριότητα καθώς και πόνο στη βουβωνική χώρα, ο όποιος είναι αιφνίδιας έναρξης και επιδεινώνεται με την κάμψη του ισχίου και την έσω στροφή. Επιπλέον, μπορεί να συνυπάρχει πόνος στην έξω πλευρά του ισχίου λόγω τροχαντηρίτιδας ή και ύπαρξη ανταλγικής βάδισης σε ασθενείς, δηλαδή, κουτσαίνουν), γνωστή και ως βάδιση η οποία είναι αποτέλεσμα κόπωσης ή ανεπάρκειας των απαγωγών του ισχίου. Κατά την κλινική εξέταση, αξιολογείται η στάση και η βάδιση του ασθενούς καθώς επίσης και η παρουσία γενικευμένης συνδεσμικής χαλαρότητας σκορ). Οι ασθενείς μπορεί να παρουσιάζουν αυξημένη έξω στροφή του ισχίου λόγω της αυξημένης πρόσθιας κλίσης του μηριαίου αυχένα, πόνο κατά την ενεργητική ή παθητική κάμψη του ισχίου και τις στροφές καθώς και θετικές δοκιμασίες πρόκλησης, όπως αυτή της πρόσθιας αστάθειας ή εκείνη της έξω στροφής σε πρηνή θέση, οι οποίες είναι ενδεικτικές αστάθειας της άρθρωσης.
Σχετικά με την απεικόνιση για τη δυσπλασία του ισχίου, οι απλές ακτινογραφίες αποτελούν τη συνηθέστερα χρησιμοποιούμενη μέθοδο και περιλαμβάνουν την προσθιοπίσθια, την προφίλ και την ψευδή προφίλ λήψη. Διάφορες ακτινολογικές παράμετροι μπορούν να μετρηθούν και είναι χρήσιμες τόσο στη διάγνωση όσο και στην ταξινόμηση της δυσπλασίας του ισχίου. Η αξονική τομογραφία συνήθως αξιοποιείται για τον προεγχειρητικό σχεδιασμό και την αξιολόγηση της μορφολογίας της κοτύλης και του εγγύς μηριαίου καθώς και της πρόσθιας κλίσης του μηριαίου αυχένα.
Παρότι η συντηρητική αντιμετώπιση προσφέρεται σε επιλεγμένους ασθενείς με ελάχιστα συμπτωματική νόσο, η μακροπρόθεσμη χρήση της δε συνιστάται καθότι είναι εξαιρετικά πιθανή η ανάπτυξη, νωρίς κατά την φυσική πορεία της νόσου, της δευτεροπαθούς οστεοαρθρίτιδας του ισχίου. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν ποικίλες χειρουργικές θεραπείες διαθέσιμες βάσει του σταδίου της νόσου και της ανάπτυξης ή μη της οστεοαρθρίτιδας του ισχίου. Η θεραπεία εκλογής για έναν έφηβο ή νεαρό ενήλικα ασθενή με ένα συγκεντρικά ανατεταγμένο ισχίο με επάλληλες αρθρικές επιφάνειες, ένα σχεδόν φυσιολογικό εύρος κίνησης και πρωτού αναπτυχθεί οστεοαρθρίτιδα είναι η περικοτυλιαία οστεοτομία, μια τεχνική με τη δυνατότητα να ανακατευθύνει την κοτύλη σε διάφορους βαθμούς μέσω της δημιουργίας ελεγχόμενων καταγμάτων (οστεοτομιών) των τμημάτων της πυέλου που την υποστηρίζουν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, παρέχει κάλυψη της μηριαίας κεφαλής από φυσιολογικό αρθρικό χόνδρο χωρίς να διαταράσσει τους έξω στροφείς του ισχίου, ενώ οι ασθενείς συνήθως επιτρέπεται να βαδίσουν με προστατευόμενη φόρτιση μετεγχειρητικά. Ο κύριος στόχος αυτής της επέμβασης είναι να αναπληρώσει την οστέινη κάλυψη της μηριαίας κεφαλής κατά το δυνατόν περισσότερο, έτσι ώστε να καθυστερήσει την ανάγκη για ολική αρθροπλαστική ισχίου. Προς αυτή την κατεύθυνση, η διεθνής βιβλιογραφία αναφέρει έως και 92% πιθανότητα να αποφευχθεί με αυτή την τεχνική η ολική αρθροπλαστική ισχίου.
Οι οστεοτομίες της πυέλου μπορεί επίσης να συνοδεύονται και από οστεοτομίες του μηριαίου οστού όταν δεν μπορούν να εξασφαλιστούν διεγχειρητικά περισσότερες από 90° κάμψης και 15° έσω στροφής έτσι ώστε να αποφευχθεί η μηροκοτυλιαία πρόσκρουση, δηλαδή η πρόσκρουση της συμβολής της μηριαίας κεφαλής και του αυχένα στο τοίχωμα της κοτύλης η οποία αποτρέπει έτσι το πλήρες εύρος κίνησης του ισχίου και οδηγεί σε κακώσεις του επιχείλιου χόνδρου της άρθρωσης και πόνο. Τέλος, τεχνικές διατήρησης της άρθρωσης όπως οι προαναφερθείσες μπορούν σήμερα να συμπληρωθούν σε επιλεγμένες περιπτώσεις από αρθροσκόπηση του ισχίου, έτσι ώστε να αντιμετωπιστούν αλλοιώσεις του χόνδρου, του επιχείλιου χόνδρου ή τύπου cam αλλοιώσεις της συμβολής του μηριαίου αυχένα και της κεφαλής. Ωστόσο, η τεχνική αυτή πρέπει να προτείνεται μόνο σε περιπτώσεις ελάχιστα δυσπλαστικών ισχίων ή μετά από περικοτυλιαία οστεοτομία, καθότι μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένα ποσοστά αποτυχίας και επανεπεμβάσεων καθώς και σε ταχύτερη εξέλιξη σε οστεοαρθρίτιδα όταν πραγματοποιείται σε μέτρια προς σοβαρή δυσπλασία.
Στους ασθενείς με μη ανατεταγμένα ή μη επάλληλα ισχία και ανεπαρκή κάλυψη της μηριαίας κεφαλής οι οστετομίες διάσωσης της πυέλου, όπως η Chiari και η Shelf, έχουν εφαρμοστεί με σχετική επιτυχία ώστε να καθυστερήσουν την ανάπτυξη τελικού σταδίου οστεοαρθρίτιδας. Ωστόσο, όταν η τελευταία έχει πλέον εγκατασταθεί στην άρθρωση, η θεραπεία εκλογής παραμένει η ολική αρθροπλαστική ισχίου, η οποία μπορεί αξιόπιστα να απαλλάξει τους ασθενείς από τον πόνο και να βελτιώσει τη λειτουργικότητά τους, παρότι έχει συσχετισθεί γενικώς με μεγαλύτερα ποσοστά επιπλοκών σε σχέση με την αρθροπλαστική ισχίου για πρωτοπαθή οστεοαρθρίτιδα. Παρότι στα δυσπλαστικά ισχία αποφεύγεται η εφαρμογή ελάχιστα επεμβατικών τεχνικών αρθροπλαστικής, στην κλινική μας η Μέθοδος ASI χρησιμοποιείται ως τεχνική ρουτίνας και σε αυτές τις περιπτώσεις. Τέλος, η αρθροπλαστική επιφανείας του ισχίου, μία τεχνική αρθροπλαστικής με οικονομικότερη αφαίρεση οστού από την κεφαλή και τον αυχένα του μηριαίου, έχει περιγραφεί επίσης για τα δυσπλαστικά ισχία, αλλά, δεδομένης της συχνότητας της δυσμορφίας του εγγύς μηριαίου σε αυτούς τους ασθενείς, πρέπει να εφαρμόζεται πολύ επιλεκτικά ώστε να αποφευχθεί η υπέρμετρη συχνότητα επιπλοκών.
Συμπερασματικά, η δυσπλασία του ισχίου στον ενήλικα είναι μία ασυνήθης αλλά με σημαντική επιβάρυνση για τον ασθενή νόσος που συνιστά τη φυσική εξέλιξη της αναπτυξιακής δυσπλασίας του ισχίου των εφήβων και των νεαρών ενηλίκων. Η πρόληψη της ανάπτυξής της μέσω της εφαρμογής προσυμπτωματικού ελέγχου των νεογνών είναι ύψιστης σημασίας τόσο για τους ίδιους τους ασθενείς όσο και για τα συστήματα υγείας γενικότερα. Ωστόσο, η δυσπλασία στον ενήλικα μπορεί να αντιμετωπιστεί με ποικιλία χειρουργικών τεχνικών, από επεμβάσεις διατήρησης της άρθρωσης έως και την αρθροπλαστική ισχίου, οδηγώντας τελικά σε βελτιωμένα λειτουργικά αποτελέσματα.
να σε καθοδηγήσει σχετικά με τη πάθηση σου, για να επιλέξεις την καλύτερη δυνατή αντιμετώπισή της.