Οι μηνίσκοι έχουν ημισεληνοειδείς δομές κολλαγόνου που βρίσκονται ανάμεσα στον μηρό και την κνήμη, παρέχοντας έτσι σταθερότητα καθώς απορροφούν τα φορτια κατά τη διάρκεια των κινήσεων. Κατά τη διάρκεια της κίνησης, όπως το περπάτημα ή το τρέξιμο, οι μηνίσκοι βοηθούν στην ομαλή κατανομή των φορτίων και αποτρέπουν την πρόωρη φθορά του αρθρικού χόνδρου. Επίσης, συμβάλλουν στη σταθερότητα του γόνατος. Όταν υπάρχει βλάβη ή ρήξη μηνίσκου, η λειτουργία του γόνατος μπορεί να διαταραχθεί σοβαρά, καθώς οι φορτίσεις δεν απορροφούνται σωστά και η φθορά του αρθρικού χόνδρου μπορεί να προχωρήσει πιο γρήγορα.
Οι ρήξεις μηνίσκου μπορεί να είναι οξείες ή χρόνιες. Οι οξείες ρήξεις συνήθως συμβαίνουν σε νεαρούς αθλητές κατά τη διάρκεια στροφικών κινήσεων, ενώ οι χρόνιες ρήξεις εμφανίζονται συχνότερα σε μεγαλύτερες ηλικίες και συνήθως συνδέονται με επαναλαμβανόμενη χρήση του γόνατος. Οι ασθενείς συνήθως αναφέρουν πόνο και επαναλαμβανόμενο ύδαρθρο.
Η πιο συχνή περιοχή που εμφανίζεται η ρήξη στο μηνίσκο είναι στο οπίσθιο κέρας του έσω μηνίσκου. Παρόλα αυτά υπάρχουν αρκετοί διαφορετικοί τύποι ρήξεων του μηνίσκου και μπορούν να εμφανιστούν είτε στον έσω είτε στον έξω μηνίσκο.
Το σχήμα της ρήξεως, άμα είναι μεγάλη ή μικρή η ρήξη, άμα είναι σταθερή ή ασταθής, διαφοροποιεί την συμπτωματολογία καθώς επίσης και το εύρος κίνησης και τον πόνο.
Η διάγνωση των ρήξεων μηνίσκου γίνεται μέσω κλινικής εξέτασης από ορθοπαιδικό για αξιολόγηση οίδηματος και ευαισθησίας στο γόνατο. Οι κλινικές δοκιμές, όπως το McMurray και το Thessaly, μπορούν να επιβεβαιώσουν τη ρήξη.
Για την επιβεβαίωση και τεκμηρίωση της βλάβης χρησιμοποιείται η μαγνητική τομογραφία (MRI) που βοηθάει στο να αναδείξει χονδρινες βλάβες. Η μαγνητική τομογραφία έχει πολύ υψηλή ευαισθησία στην ανάδειξη των ρήξεων στο μηνίσκο.
Η συντηρητική θεραπεία περιλαμβάνει παρακολούθηση και φυσικοθεραπεία για μικρές, σταθερές ή εκφυλιστικές ρήξεις για 2-3 μήνες. Εάν η θεραπεία αυτή αποτύχει και ο πόνος συνεχίζεται, μπορεί να χρειαστεί χειρουργική επέμβαση. Μικρές ρήξεις στην περιοχή πλησίον του θυλάκου μπορεί να επουλωθούν, ενώ οι μεγαλύτερες ρήξεις στην ανάγγεια περιοχή είναι πιο δύσκολο να επουλωθούν.
Η χειρουργική αντιμετώπιση μιας ρήξης στον μηνίσκο είναι προτεινόμενη σε περιπτώσεις όπου τα συμπτώματα δεν εξασθενούν μετά από 2-3 μήνες, ή όταν η ρήξη προκαλεί κλείδωμα του γόνατος. Επίσης, όταν υπάρχουν συνυπάρχουσες συνδεσμικές βλάβες όπως η ρήξη του πρόσθιου χιαστού συνδέσμου, η οποία καθιστά το γόνατο ασταθές, η χειρουργική επέμβαση είναι αναγκαία.
Η μέθοδος που επιλέγεται εξαρτάται από τη φύση της ρήξης. Η μερική μηνισκεκτομή αφορά την αφαίρεση μόνο του κατεστραμμένου τμήματος του μηνίσκου, ενώ η συρραφή επιχειρεί να επιδιορθώσει τον μηνίσκο με τη χρήση ραμμάτων. Η επιλογή μεταξύ αυτών των μεθόδων εξαρτάται από παράγοντες όπως το μέγεθος και η τοποθεσία της ρήξης.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως σε νέους ασθενείς που έχουν υποστεί μερική μηνισκεκτομή και έχουν αναπτύξει πρόωρες χόνδρινες βλάβες, μπορεί να είναι απαραίτητη η μεταμόσχευση μηνίσκου, κατά την οποία ένα φυσιολογικό τμήμα μηνίσκου μεταμοσχεύεται από έναν δότη στον ασθενή.
Η σωστή αντιμετώπιση της ρήξης μηνίσκου μειώνει τον κίνδυνο προοδευτικής φθοράς του χόνδρου και της ανάπτυξης αρθρίτιδας στο μέλλον, καθώς ο μηνίσκος είναι σημαντικός για τη λειτουργία του γόνατος. Μετά τη χειρουργική θεραπεία, οι ασθενείς υποβάλλονται σε προγράμματα αποκατάστασης που περιλαμβάνουν ασκήσεις και φυσικοθεραπεία προκειμένου να επανακτήσουν την κινητικότητα και τη δύναμη του γόνατος.
Η χειρουργική αποκατάσταση μέτα από Ρήξη Προσθίου Χιαστού Συνδέσμου απαιτεί νοσηλεία μίας ημέρας στο Νοσοκομείο και ο ασθενής εξέρχεται την επομένη της εισαγωγής του. Το χειρουργείο γίνεται με γενική ή ραχιαία αναισθησία.
Η αποκατάσταση μετά από χειρουργική επέμβαση στον μηνίσκο μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τον τύπο της επέμβασης και τη σοβαρότητα της πάθησης. Εδώ είναι μια γενική επισκόπηση για τις δύο κύριες μεθόδους αντιμετώπισης:
Μερική Μηνισκεκτομή:
Συρραφή Μηνίσκου:
Είναι σημαντικό να ακολουθείτε τις οδηγίες του γιατρού σας και να συμμορφώνεστε με το πρόγραμμα αποκατάστασης που σας δίνεται, καθώς κάθε περίπτωση μπορεί να είναι διαφορετική.
Οι μηνίσκοι έχουν ημισεληνοειδείς δομές κολλαγόνου που βρίσκονται ανάμεσα στον μηρό και την κνήμη, παρέχοντας έτσι σταθερότητα καθώς απορροφούν τα φορτια κατά τη διάρκεια των κινήσεων. Κατά τη διάρκεια της κίνησης, όπως το περπάτημα ή το τρέξιμο, οι μηνίσκοι βοηθούν στην ομαλή κατανομή των φορτίων και αποτρέπουν την πρόωρη φθορά του αρθρικού χόνδρου. Επίσης, συμβάλλουν στη σταθερότητα του γόνατος. Όταν υπάρχει βλάβη ή ρήξη μηνίσκου, η λειτουργία του γόνατος μπορεί να διαταραχθεί σοβαρά, καθώς οι φορτίσεις δεν απορροφούνται σωστά και η φθορά του αρθρικού χόνδρου μπορεί να προχωρήσει πιο γρήγορα.
Οι ρήξεις μηνίσκου μπορεί να είναι οξείες ή χρόνιες. Οι οξείες ρήξεις συνήθως συμβαίνουν σε νεαρούς αθλητές κατά τη διάρκεια στροφικών κινήσεων, ενώ οι χρόνιες ρήξεις εμφανίζονται συχνότερα σε μεγαλύτερες ηλικίες και συνήθως συνδέονται με επαναλαμβανόμενη χρήση του γόνατος. Οι ασθενείς συνήθως αναφέρουν πόνο και επαναλαμβανόμενο ύδαρθρο.
Η πιο συχνή περιοχή που εμφανίζεται η ρήξη στο μηνίσκο είναι στο οπίσθιο κέρας του έσω μηνίσκου. Παρόλα αυτά υπάρχουν αρκετοί διαφορετικοί τύποι ρήξεων του μηνίσκου και μπορούν να εμφανιστούν είτε στον έσω είτε στον έξω μηνίσκο.
Το σχήμα της ρήξεως, άμα είναι μεγάλη ή μικρή η ρήξη, άμα είναι σταθερή ή ασταθής, διαφοροποιεί την συμπτωματολογία καθώς επίσης και το εύρος κίνησης και τον πόνο.
Η διάγνωση των ρήξεων μηνίσκου γίνεται μέσω κλινικής εξέτασης από ορθοπαιδικό για αξιολόγηση οίδηματος και ευαισθησίας στο γόνατο. Οι κλινικές δοκιμές, όπως το McMurray και το Thessaly, μπορούν να επιβεβαιώσουν τη ρήξη.
Για την επιβεβαίωση και τεκμηρίωση της βλάβης χρησιμοποιείται η μαγνητική τομογραφία (MRI) που βοηθάει στο να αναδείξει χονδρινες βλάβες. Η μαγνητική τομογραφία έχει πολύ υψηλή ευαισθησία στην ανάδειξη των ρήξεων στο μηνίσκο.
Η συντηρητική θεραπεία περιλαμβάνει παρακολούθηση και φυσικοθεραπεία για μικρές, σταθερές ή εκφυλιστικές ρήξεις για 2-3 μήνες. Εάν η θεραπεία αυτή αποτύχει και ο πόνος συνεχίζεται, μπορεί να χρειαστεί χειρουργική επέμβαση. Μικρές ρήξεις στην περιοχή πλησίον του θυλάκου μπορεί να επουλωθούν, ενώ οι μεγαλύτερες ρήξεις στην ανάγγεια περιοχή είναι πιο δύσκολο να επουλωθούν.
Η χειρουργική αντιμετώπιση μιας ρήξης στον μηνίσκο είναι προτεινόμενη σε περιπτώσεις όπου τα συμπτώματα δεν εξασθενούν μετά από 2-3 μήνες, ή όταν η ρήξη προκαλεί κλείδωμα του γόνατος. Επίσης, όταν υπάρχουν συνυπάρχουσες συνδεσμικές βλάβες όπως η ρήξη του πρόσθιου χιαστού συνδέσμου, η οποία καθιστά το γόνατο ασταθές, η χειρουργική επέμβαση είναι αναγκαία.
Η μέθοδος που επιλέγεται εξαρτάται από τη φύση της ρήξης. Η μερική μηνισκεκτομή αφορά την αφαίρεση μόνο του κατεστραμμένου τμήματος του μηνίσκου, ενώ η συρραφή επιχειρεί να επιδιορθώσει τον μηνίσκο με τη χρήση ραμμάτων. Η επιλογή μεταξύ αυτών των μεθόδων εξαρτάται από παράγοντες όπως το μέγεθος και η τοποθεσία της ρήξης.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως σε νέους ασθενείς που έχουν υποστεί μερική μηνισκεκτομή και έχουν αναπτύξει πρόωρες χόνδρινες βλάβες, μπορεί να είναι απαραίτητη η μεταμόσχευση μηνίσκου, κατά την οποία ένα φυσιολογικό τμήμα μηνίσκου μεταμοσχεύεται από έναν δότη στον ασθενή.
Η σωστή αντιμετώπιση της ρήξης μηνίσκου μειώνει τον κίνδυνο προοδευτικής φθοράς του χόνδρου και της ανάπτυξης αρθρίτιδας στο μέλλον, καθώς ο μηνίσκος είναι σημαντικός για τη λειτουργία του γόνατος. Μετά τη χειρουργική θεραπεία, οι ασθενείς υποβάλλονται σε προγράμματα αποκατάστασης που περιλαμβάνουν ασκήσεις και φυσικοθεραπεία προκειμένου να επανακτήσουν την κινητικότητα και τη δύναμη του γόνατος.
Η χειρουργική αποκατάσταση μέτα από Ρήξη Προσθίου Χιαστού Συνδέσμου απαιτεί νοσηλεία μίας ημέρας στο Νοσοκομείο και ο ασθενής εξέρχεται την επομένη της εισαγωγής του. Το χειρουργείο γίνεται με γενική ή ραχιαία αναισθησία.
Η αποκατάσταση μετά από χειρουργική επέμβαση στον μηνίσκο μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τον τύπο της επέμβασης και τη σοβαρότητα της πάθησης. Εδώ είναι μια γενική επισκόπηση για τις δύο κύριες μεθόδους αντιμετώπισης:
Μερική Μηνισκεκτομή:
Συρραφή Μηνίσκου:
Είναι σημαντικό να ακολουθείτε τις οδηγίες του γιατρού σας και να συμμορφώνεστε με το πρόγραμμα αποκατάστασης που σας δίνεται, καθώς κάθε περίπτωση μπορεί να είναι διαφορετική.
να σε καθοδηγήσει σχετικά με τη πάθηση σου, για να επιλέξεις την καλύτερη δυνατή αντιμετώπισή της.