Πρόκειται για έναν ερεθισμό του δακτυλικού νεύρου μεταξύ του 2ου, 3ου ή 4ου μεταταρσίου. Αυτό το νεύρο χωρίζεται σε 2 κλάδους σε αυτό το επίπεδο για να εξασφαλίσει την αισθητικότητα των δακτύλων. Το νεύρο βρίσκεται κάτω από το μεσομετατάρσιο σύνδεσμο ανάμεσα στις κεφαλές 2 συνεχόμενων μεταταρσίων. Κατά την βάδιση το νεύρο είτε συμπιέζεται από τις κεφαλές των μεταταρσίων είτε συμπιέζεται πάνω στον σύνδεσμο και έτσι προκαλείται ο πόνος. Ο πόνος μπορεί να επεκτείνεται σε ολόκληρο το μπροστινό μέρος του ποδιού.
Η διάγνωση του συνδρόμου Morton είναι κλινική, στην τυπική του μορφή. Η θεραπεία είναι πρώτα συντηρητική εάν τα συμπτώματα είναι πρόσφατα, στη συνέχεια χειρουργική εάν η συντηρητική θεραπεία αποτύχει ή εάν υπάρχει διόγκωση του νεύρου («νευρίνωμα Morton»). Ο όρος νευρίνωμα αναφέρεται σε μια καλοήθη διόγκωση νεύρου. Στην πραγματικότητα ο συνεχής ερεθισμός προκαλεί μια διόγκωση των ιστών, ίνωση, γύρω από το νεύρο. Η περινευρική ίνωση θα αποτελέσει το νευρίνωμα Morton.
Ως εκ τούτου, όταν μιλάμε για νευρίνωμα Morton πιο συγκεκριμένα μιλάμε για μια περινευρική ίνωση.
Υπάρχουν διάφοροι παράγοντες κινδύνου, όπως ο βλαισός μέγας δάκτυλος, η γαμψοδακτυλία, η πλατυποδία ή η κοιλοποδία, τα στενά ή ψηλοτάκουνα υποδήματα και νευρολογικές διαταραχές.
Το κύριο σύμπτωμα του νευρώματος Morton είναι ο πόνος, ο οποίος μερικές φορές είναι πολύ έντονος. Συνήθως εντοπίζεται μεταξύ του 3ου και του 4ου δακτύλου (75%), πιο σπάνια μεταξύ του 2ου και του 3ου δακτύλου.
Αυτός ο πόνος σαν ηλεκτρικό ρεύμα, επιδεινώνεται στο περπάτημα ιδιαίτερα όταν φορά κανείς στενά υποδήματα ενώ υποχωρεί όταν τα βγάλει.
Το σύνδρομο Morton μπορεί επίσης να εκδηλωθεί με διαταραχές της αισθητικότητας, αίσθημα μουδιάσματος, μυρμήγκιασμα, κράμπες ή κάψιμο στο μπροστινό μέρος του ποδιού.
Το νεύρινωμα του Morton, σπανιότερα μπορεί να προκαλέσει πόνο κατά την οδήγηση, αίσθηση ξένου σώματος , ή ακόμα να δημιουργήσει και την εντύπωση ότι περπατάει κανείς πάνω σε χαλίκια.
Η αφαίρεση παπουτσιών είναι συχνά επιβεβλημένη καθώς ανακουφίζει τον ασθενή, όπως το ίδιο κάνει και η άμεση κινητοποίηση των δακτύλων των ποδιών, που έχει πολύ καλή διαγνωστική αξία σε περιπτώσεις νευρινώματος Morton. Το τοπικό μασάζ ποδιών μπορεί επίσης να ανακουφίσει τον πόνο.
Η διάγνωση γίνεται με την κλινική εξέταση στις τυπικές μορφές προκαλώντας τον πόνο κατά τη διάρκεια διαφόρων δοκιμασιών, όπως την άσκηση πίεσης στις κεφαλές των μεταταρσίων, ή στο μεσομετατάρσιο χώρο. Είναι σύνηθες να υπάρχει απώλεια αισθητικότητας ανάμεσα στα αντίστοιχα δάχτυλα των ποδιών.
Η υποψία του συνδρόμου Morton πρέπει να επιβεβαιώνεται πριν από οποιαδήποτε θεραπευτική αγωγή. Απλές ακτινογραφίες σε φόρτιση πρέπει να γίνονται για τον αποκλεισμό άλλων παθολογικών καταστάσεων. Η μαγνητική τομογραφία είναι η εξέταση αναφοράς, η οποία καθιστά δυνατή την εύκολη διάγνωση ενός νευρινώματος Morton, αλλά και τον ακριβή εντοπισμό του χωρίς ωστόσο να αποκλείεται η διάγνωση αν η μαγνητική δεν αναδείξει κάποια παθολογία.
Η θεραπεία του νευρινώματος Morton είναι κυρίως συντηρητική με τη χρήση ορθοπαιδικών πελμάτων που πιέζουν τις κεφαλές των μεταταρσίων προς τα πάνω, ανοίγοντας έτσι τον χώρο και αποσυμπιέζοντας το νεύρο. Αυτά τα πέλματα πρέπει να είναι λεπτά για να μην καταλαμβάνουν πολύ χώρο στο υπόδημα. Χρησιμοποιούμε επίσης φαρδιά υποδήματα αποφεύγοντας τα ψηλά τακούνια. Στην οξεία φάση θα χρειαστεί ξεκούραση με περιορισμό των έντονων δραστηριοτήτων όπως πολύωρο βάδισμα ή τρέξιμο.
Η τοπική διήθηση με μακράς διάρκειας κορτιζόνη στον επώδυνο μεσομετατάρσιο χώρο μπορεί να προσφέρει σημαντική ανακούφιση για μεγάλο χρονικό διάστημα στις περιπτώσεις ήπιου συνδρόμου Morton. Όταν όμως υπάρχει μεγάλο νευρίνωμα τότε η τοπική διήθηση δεν βοηθάει.
Εάν οι συντηρητικές θεραπείες αποτύχουν τότε αντιμετωπίζεται χειρουργικά με αφαίρεση του νευρινώματος. Με μικρή τομή στη ραχιαία επιφάνεια μεταξύ των κεφαλών των μεταταρσίων απελευθερώνεται ο χώρος γύρω από το νεύρο και αφαιρείται ο παθολογικός ιστός. Σε περίπτωση ανωμαλιών των κεφαλών του μεταταρσίου, μπορεί να συνδυαστεί με οστεοτομίες των μεταταρσίων. Μετά το χειρουργείο επιτρέπεται η βάδιση με το ειδικό υπόδημα. Επιστροφή σε πλήρη δραστηριότητα έχουμε περίπου μετά από τέσσερις εβδομάδες.
να σε καθοδηγήσει σχετικά με τη πάθηση σου, για να επιλέξεις την καλύτερη δυνατή αντιμετώπισή της.