Ο εκτινασσόμενος δάκτυλος είναι μια από τις πιο συχνές αιτίες πόνου στο χέρι. Εμφανίζεται 6 φορές συχνότερα στις γυναίκες απ’ ότι στους άνδρες και σε ηλικίες 40 – 60 ετών. Το επικρατούν χέρι προσβάλλεται περισσότερο, ενώ από τα δάκτυλα προσβάλλεται ο παράμεσος. Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι ο σημαντικότερος προδιαθεσικός παράγοντας. Το 10% των ασθενών με ΣΔ θα εμφανίσει την πάθηση. Συχνά ο εκτινασσόμενος δάκτυλος συνυπάρχει με άλλες παθολογίες του χεριού, όπως το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα και η τενοντίτιδα de Quervain. Με αυξημένη συχνότητα εμφανίζεται επίσης στον υποθυρεοειδισμό, στη ρευματοειδή αρθρίτιδα, στις νεφρικές παθήσεις και στην αμυλοείδωση.
Ο εκτινασσόμενος δάκτυλος παρατηρείται επίσης στα παιδιά σε ηλικίες μικρότερες των 8 ετών με την ίδια συχνότητα, τόσο σε αγόρια όσο και σε κορίτσια, επηρεάζοντας κυρίως τον αντίχειρα.
Οι τένοντες που κάνουν την κάμψη των δακτύλων περνούν μέσα από μια σειρά ισχυρών δακτυλιοειδών και χιαστών συνδέσμων. Αυτοί οι σύνδεσμοι κρατούν τους τένοντες σταθερά πάνω στα οστά των δακτύλων, επιτρέποντας την ομαλή ολίσθηση τους κατά την κάμψη και την έκταση. Η πάχυνση του τένοντα που δημιουργείται από μικροτραυματισμούς σε έντονες επαναλαμβανόμενες κινήσεις εμποδίζει την ομαλή κίνηση τους μέσα από τους δακτυλιοειδείς συνδέσμους. Οι μεγαλύτερες δυνάμεις αναπτύσσονται στον πρώτο δακτυλιοειδή σύνδεσμο (Α1) που βρίσκεται στο ύψος της μετακαρποφαλαγγικής άρθρωσης στη βάση του δακτύλου. Για το λόγο αυτό, ο εκτινασσόμενος δάκτυλος εμφανίζεται κυρίως σε αυτή που είναι κύρια θέση. Έχει διαπιστωθεί επίσης ότι η διάμετρος του τένοντα αυξάνει κατά την κάμψη, και αυτό εξηγεί γιατί τις περισσότερες φορές το δάκτυλο κλειδώνει σε κάμψη. Στα παιδιά από την άλλη πλευρά η αιτιολογία είναι τελείως διαφορετική. Πρόκειται για αναπτυξιακή διαταραχή κατά την οποία ο καμπτήρας του αντίχειρα αναπτύσσεται σε μεγαλύτερο βαθμό από τον αντίστοιχο δακτυλιοειδή σύνδεσμο χωρίς όμως την παρουσία φλεγμονής.
Στα αρχικά στάδια της νόσου μπορεί να υπάρχει μόνο μια αίσθηση μαγκώματος στην κίνηση του δακτύλου χωρίς πόνο. Όταν όμως επιδεινώνεται η κατάσταση η κάμψη και η έκταση του δακτύλου γίνεται πιο δύσκολη και συνοδεύεται από έντονο πόνο. Δημιουργεί δε την εντύπωση ότι το πρόβλημα εντοπίζεται στις αρθρώσεις του δακτύλου. Σε άλλες περιπτώσεις, παρατηρείται σταδιακή αδυναμία πλήρους κάμψης ή έκτασης του δακτύλου χωρίς να υπάρχει η χαρακτηριστική εικόνα του εκτινασσόμενου δακτύλου. Συχνά, μπορεί να ψηλαφηθεί ένα οζίδιο στον τένοντα στο ύψος της μετακαρποφαλαγγικής άρθρωσης. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι ασθενείς αναφέρουν μεγαλύτερη δυσκαμψία το πρωί και κλείδωμα του δακτύλου σε κάμψη που χρειάζεται βοήθεια από άλλο χέρι για να ανοίξει, προκαλώντας έτσι έντονο πόνο.
Η διάγνωση γίνεται βάσει της χαρακτηριστικής κλινικής εικόνας και δεν χρειάζεται ακτινολογικός έλεγχος. Στις περιπτώσεις με οξεία έναρξη μπορεί να παρουσιάζεται πόνος, οίδημα και δυσκολία στην κίνηση του δακτύλου χωρίς την κλασική αναπήδηση. Στις περιπτώσεις αυτές, θα πρέπει να αποκλειστεί η μικροβιακή φλεγμονή ή άλλη βλάβη τραυματικής αιτιολογίας.
Η αρχική αντιμετώπιση είναι συντηρητική και αφορά αποφυγή των δραστηριοτήτων εκείνων που καταπονούν έντονα το χέρι. Επίσης, τα αντιφλεγμονώδη βοηθούν στη μείωση του πόνου.
Αρκετά αποτελεσματική στην αντιμετώπιση του εκτινασσόμενου δακτύλου είναι η τοπική έγχυση κορτικοστεροειδών στο έλυτρο του τένοντα ιδιαίτερα στις περιπτώσεις μη διαβητικών ασθενών με πρόσφατη έναρξη των συμπτωμάτων. Όταν όμως έχουμε επανεμφάνιση των συμπτωμάτων, η δεύτερη έγχυση έχει σημαντικά μικρότερα ποσοστά βελτίωσης όπως επίσης και όταν η πάθηση είναι χρόνια (>6 μήνες) ή με πολλαπλές εντοπίσεις.
Η χειρουργική επέμβαση είναι η πλέον ενδεδειγμένη αντιμετώπιση του εκτινασσόμενου δακτύλου με ποσοστό επιτυχίας σχεδόν 100%. Αυτή συνιστάται στη διάνοιξη του πρώτου δακτυλιοειδή συνδέσμου (Α1). Με τοπική αναισθησία γίνεται μια μικρή τομή περίπου ένα εκατοστό στο ύψος της μετακαρποφαλαγγικής άρθρωσης και απελευθερώνεται ο τένοντας. Ο ασθενής μπορεί να χρησιμοποιεί το χέρι του άμεσα και επιστρέφει σε πλήρη δραστηριότητα μετά την αφαίρεση των ραμμάτων χωρίς να χρειάζεται κάτι άλλο.
να σε καθοδηγήσει σχετικά με τη πάθηση σου, για να επιλέξεις την καλύτερη δυνατή αντιμετώπισή της.