Η αρθροσκόπηση του ώμου είναι μια ελάχιστα επεμβατική χειρουργική τεχνική, η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη διάγνωση αλλά και τη θεραπεία διαφόρων παθήσεων. Περιλαμβάνει την εισαγωγή εξειδικευμένων εργαλείων μέσα από μικρές τομές στο δέρμα για την πραγματοποίηση, χάρη στη συνεχή ανάπτυξη νέων χειρουργικών τεχνικών αλλά και με τη βοήθεια νέων τεχνολογιών και υλικών, μερικών από τις πιο πολύπλοκες επεμβάσεις στην άρθρωση του ώμου.
Παρότι το χειρουργείο συνήθως πραγματοποιείται υπό γενική αναισθησία με την περιστασιακή προσθήκη περιοχικών νευρικών αποκλεισμών για τον έλεγχο του μετεγχειρητικού πόνου στους ασθενείς εκείνους που η επέμβαση έχει ισχυρές ενδείξεις να πραγματοποιηθεί, αλλά μπορεί να μην είναι κατάλληλοι για να λάβουν γενική αναισθησία, οι περιοχικοί νευρικοί αποκλεισμοί (όπως ο υπερκλείδιος ή ο διασκαληνικός) μπορούν να χρησιμοποιηθούν με ασφάλεια ως η μόνη μέθοδος αναισθησίας κατά τη διάρκεια της επέμβασης. Κατά τη διάρκεια της επέμβασης λοιπόν, ο ασθενής τοποθετείται είτε στην καθιστή, ανακεκλιμένη θέση τύπου “πολυθρόνας παραλίας”, είτε ξαπλωμένος στο πλάι στην πλάγια κατακεκλιμένη θέση. Και οι δύο περιπτώσεις έχουν τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά τους. Η πρώτη είναι περισσότερο ευέλικτη σε περίπτωση που απαιτηθεί μετάβαση σε ανοικτό χειρουργείο κατά τη διάρκεια της επέμβασης και επιτρέπει μειωμένη απώλεια αίματος από το χειρουργικό πεδίο, εν αντιθέσει με τη δεύτερη η οποία ενδεχομένως επιτρέπει καλύτερη θέαση της άρθρωσης λόγω της έλξης που εφαρμόζεται στο άκρο. Σε τελική ανάλυση, η επιλογή αποτελεί θέμα του χειρουργού και εξαρτάται από την προσωπική του προτίμηση και την εξοικείωσή του με την κάθε θέση.
Η αρθροσκοπική χειρουργική εκτελείται γενικά μέσα από μικρές τομές (0,5-1cm), διά των οποίων ειδικά σχεδιασμένα εργαλεία εισέρχονται στους διάφορους χώρους της άρθρωσης, επιτρέποντας με αυτό τον τρόπο τη θέαση αυτών (κάμερα και ψυχρός φωτισμός), την εισροή και απορροή νερού μέσω κλειστού κυκλώματος, την έλξη/σύλληψη ιστών, τη διατομή, τον καυτηριασμό, τον τρυπανισμό, τη συρραφή κ.α. Στα περισσότερα αρθροσκοπικά χειρουργεία του ώμου χρησιμοποιούνται δύο ή τρεις αρθροσκοπικές πύλες για την πρόσβαση στην άρθρωση: μία οπίσθια, μία πρόσθια και μία έξω ή/και μία πρόσθετη, δευτερεύουσα πύλη. Το δέρμα συρράπτεται με ένα ή δύο ράμματα ανά πύλη και εφαρμόζονται μεγάλα, μαλακά επιθέματα γάζας καθώς και μια ανάρτηση ή ένας ακινητοποιητής ώμου, ανάλογα με τους ειδικούς, μετεγχειρητικούς περιορισμούς του χειρουργείου που πραγματοποιείται.
Όσον αφορά τις κλινικές εφαρμογές της, η αρθροσκόπηση του ώμου μπορεί να αποτελέσει ένα ισχυρό διαγνωστικό εργαλείο, επιτρέποντας έτσι στο χειρουργό να αξιολογήσει άμεσα όλη την άρθρωση του ώμου αλλά και τον υπακρωμιακό χώρο (όπου βρίσκονται οι τένοντες των μυών του στροφικού πετάλου) και την ακρωμιοκλειδική άρθρωση, διαφωτίζοντας έτσι διαγνωστικά διλήμματα τα οποία δεν μπορούν να επιλυθούν με τη χρήση των διαφόρων διαθέσιμων απεικονιστικών μεθόδων.
Επιπρόσθετα, η αρθροσκόπηση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αφαίρεση ενδαρθρικών ελεύθερων σωμάτων, για την αποκατάσταση κακώσεων του επιχείλιου χόνδρου και του τένοντα της μακράς κεφαλής του δικεφάλου μυός, όπως αυτές παρατηρούνται στην αστάθεια του ώμου αλλά και στις κακώσεις του άνω επιχειλίου χόνδρου (Superior Labrum Anterior to Posterior – SLAP lesions), αντίστοιχα. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για την νεαροποίηση και την αποκατάσταση ρήξεων των τενόντων του στροφικού πετάλου καθώς και για τη διενέργεια υπακρωμιακής αποσυμπίεσης. Η παθολογία της ακρωμιοκλειδικής άρθρωσης μπορεί επίσης να αντιμετωπιστεί αρθροσκοπικά, είτε πρόκειται για τραυματική αστάθεια (ανακατασκευή του κορακοκλειδικού συνδέσμου), είτε για εκφυλιστικές παθήσεις (π.χ. εκτομή του έξω τριτημορίου της κλείδας). Με την αρθροσκοπική προσέγγιση μπορεί επίσης να λυθούν συμφύσεις του αρθρικού θυλάκου που παρατηρούνται στον παγωμένο ώμο/ συμφυτική θυλακίτιδα του ώμου, σε περίπτωση που η κινητοποίηση της άρθρωσης υπό αναισθησία αποδειχθεί αναποτελεσματική στη βελτίωση του εύρους κίνησης. Στην αρθρίτιδα του ώμου η αρθροσκόπηση μπορεί να παρέχει μια ελάχιστα επεμβατική αρχική επιλογή για την αφαίρεση οστεοφύτων, ελεύθερων σωματίων και υπερτροφικού αρθρικού υμένα, απελευθερώνοντας έτσι την κίνηση του ώμου σε κάποιο βαθμό και κερδίζοντας χρόνο έως ότου είναι απαραίτητο ένα πιο επεμβατικό χειρουργείο, όπως η αρθροπλαστική. Τέλος, επεμβάσεις τενοτομής ή τενοντόδεσης της μακράς κεφαλής του δικεφάλου μυός μπορούν να πραγματοποιηθούν αρθροσκοπικά, όπως μπορεί και η λιγότερο συχνή απελευθέρωση του υπερκλείδιου νεύρου.
Παρότι η αρθροσκόπηση του ώμου είναι μια γενικά ασφαλής επέμβαση, δεν είναι δυνατόν να είναι και ελεύθερη οποιασδήποτε πιθανότητας επιπλοκών, όπως συμβαίνει άλλωστε και με οποιαδήποτε χειρουργική παρέμβαση. Τα ποσοστά λοιμώξεων είναι χαμηλά (λιγότερο από 1%), ενώ το ίδιο ισχύει και για τα ενδαρθρικά κατάγματα ή τις κακώσεις σε τένοντες και τον αρθρικό χόνδρο. Η αποτυχία των αρθροσκοπικών της αρθροσκοπικής συρραφής ρήξεων του επιχείλιου χόνδρου ή του στροφικού πετάλου είναι μια γνωστή επιπλοκή, την οποία οι χειρουργοί πασχίζουν να αποφύγουν επιλέγοντας πολύ προσεκτικά ποιος ασθενής ενδείκνυται περισσότερο για μια αρθροσκοπική παρέμβαση έναντι εκείνου που θα επωφελούνται περισσότερο από ένα ανοικτό χειρουργείο. Παρά το μικρό τους μέγεθος, η δημιουργία του αρθροσκοπικών πυλών και η εισαγωγή μέσω αυτών εργαλείων μπορεί θεωρητικά να θέσει σε κίνδυνο γειτονικά νεύρα και αγγεία. Παρόλα αυτά, η συχνότητα τέτοιων κακώσεων είναι γενικά χαμηλή, ενώ τα συμπτώματα στις περισσότερες περιπτώσεις είναι μονάχα παροδικά, του τύπου της νευραπραξίας. Πιο συγκεκριμένα, η δημιουργία της οπίσθιας πύλης μπορεί να οδηγήσει σε κάκωση του μασχαλιαίου νεύρου (υπαισθησία του ώμου, αδυναμία απαγωγής) ή του υπερκλείδιου νεύρου (αδυναμία απαγωγής και έξω στροφής του ώμου), ενώ η δημιουργία της πρόσθιας πύλης μπορεί να προσβάλλει την κεφαλική φλέβα (μετεγχειρητικό αιμάτωμα στο μέλος και το θώρακα) ή το μυοδερματικό νεύρο (υπαισθησία κατά το έξω ήμισυ του αντιβραχίου, αδυναμία στον υπτιασμό του αντιβραχίου και την κάμψη του αγκώνα). Τέλος, η χρήση του διασκαληνικού αποκλεισμού για αναισθησία ή για μετεγχειρητική αναλγησία μπορεί θεωρητικά να οδηγήσει σε κάκωση του φρενικού νεύρου και,κατά συνέπεια, σε άνωση του ομόπλευρου ημιδιαφράγματος και δυσκολία κατά την αναπνοή. Παρόλα αυτά όλες οι προαναφερθείσες νευραγγειακές επιπλοκές μπρούν να αποφευχθούν με τη χρήση ανατομικών οδηγών σημείων για την ακριβή τοποθέτηση των αρθροσκοπικών πυλών, καθώς και με τη χρήση νευροδιεγέρτη ή την καθοδήγηση με υπέρηχο από τον αναισθησιολόγο, όταν αυτός εκτελεί ένα περιφερικό νευρικό αποκλεισμό.
Τα πρωτόκολλα μετεγχειρητικής αποκατάστασης μετά από την αρθροσκόπηση του ώμου ποικίλουν βάσει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών κάθε επέμβασης. Ως γενικός κανόνας, όλοι οι ασθενείς τοποθετούνται σε κάποια μορφή ακινητοποίησης του ώμου μετά την επέμβαση, ενώ τα ράμματα αφαιρούνται περίπου στις δύο εβδομάδες μετεγχειρητικά. Οι ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε νεαροποίηση του στροφικού πετάλου, απελευθέρωση συμφύσεων της άρθρωσης, αφαίρεση οστεοφύτων ή ελεύθερων σωμάτων ή ακόμα και υμενεκομή μπορούν να ξεκινήσουν ενεργητικό και ενεργητικά υποβοηθούμενο εύρος κίνησης σχεδόν αμέσως μετά το χειρουργείο. Από την άλλη, μετά από συρραφή του στροφικού πετάλου ή αποκατάσταση ρήξεων του επιχείλιου χόνδρου, τενοντομεταφορές ή τις επεμβάσεις αναπλήρωσης του οστικού υπόβαθρου της ωμογλήνης (bone-block procedures), ο ώμος πρέπει να παραμείνει ακινητοποιημένος σε ειδικό κηδεμόνα για 4 έως 6 εβδομάδες προτού επιτραπεί το ενεργητικό ή ενεργητικά υποβοηθούμενο εύρος κίνησης. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου επιτρέπεται η ήπια κινητοποίηση της ωμοπλάτης ούτως ώστε να μειωθεί η μετεγχειρητική δυσκαμψία και ο πόνος από την ακινητοποίηση. Η παθητική κινητοποίηση του, καθώς επίσης και οι ασκήσεις ενδυνάμωσης προστίθενται προοδευτικά στο πρόγραμμα αποκατάστασης μετά την αρχική περίοδο των έξι έως οκτώ εβδομάδων ακινητοποίησης. Η επιστροφή στην πλήρη ισχύ και λειτουργικότητα, ιδιαίτερα για αθλητές υψηλών απαιτήσεων και επαγγελματίες σε βαριές χειρωνακτικές εργασίες μπορεί να διαρκέσει έως και 6 μήνες.
Συμπερασματικά, η αρθροσκόπηση του ώμου είναι μια ευέλικτη, ελάχιστα επεμβατική χειρουργική τεχνική, η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση ποικίλων παθήσεων του ώμου. Με τη χρήση εξειδικευμένων εργαλείων, πολύπλοκες χειρουργικές επεμβάσεις μπορούν να πραγματοποιηθούν μέσα από μικρές τομές, επιτρέποντας έτσι την ελαχιστοποίηση του χειρουργικού τραύματος και κατ’ αυτόν τον τρόπο, και του μετεγχειρητικού πόνου. Παρότι δεν είναι απαλλαγμένες από επιπλοκές, αυτές είναι γενικά σπάνιες και ήπιες στη φύση τους. Η μετεγχειρητική αποκατάσταση, παρά τη σχετική ατραυματική φύση της χειρουργικής προσπέλασης μπορεί να είναι μακροσκελής, φτάνοντας έως και τους 6 μήνες. Αυτό οφείλεται τόσο στο δυναμικό επούλωσης των αποκαθιστώμενων ή ανακατασκευαζόμενων μαλακών μορίων, όσο και στην πολυπλοκότητα της άρθρωσης του ώμου ως ανατομικής οντότητας και του χρόνου που αυτή χρειάζεται για να επιστρέψει στην πλήρη λειτουργικότητα.
να σε καθοδηγήσει σχετικά με τη πάθηση σου, για να επιλέξεις την καλύτερη δυνατή αντιμετώπισή της.