Οι τελευταίες θα πρέπει να είναι επάλληλες και να εξασφαλίζουν μειωμένη τριβή μεταξύ τους ώστε να επιτρέπουν ανεμπόδιστο εύρος κίνησης. Ταυτόχρονα, είναι σημαντικό κατά τη σύγκλειση του χειρουργικού τραύματος να διασφαλιστεί ο σεβασμός των μαλακών μορίων που περιβάλλουν την άρθρωση, καθώς αυτά συμβάλλουν στην παροχή σταθερότητας στην προθετική άρθρωση.
Υπάρχουν ουσιαστικά τρεις παραλλαγές της αρθροπλαστικής ώμου: η ημιαρθροπλαστική (shoulder hemiarthroplasty – ΗΑ), όπου μόνο η αρθρική επιφάνεια του βραχιονίου κεφαλής αντικαθίσταται με μία προσθετική, η ανατομική ολική αρθροπλαστική ώμου (Total Shoulder Arthroplasty – TSA), όπου τόσο η ωμογλήνη όσο και η βραχιόνιος κεφαλή αντικαθίστανται από προθέσεις όμοιας καμπυλότητας με τις αρχικές επιφάνειες, και τέλος, η ανάστροφη ολική αρθροπλαστική ώμου (Reverse Shoulder Arthropasty – RSA), όπου αμφότερες οι αρθρικές επιφάνειες αντικαθίστανται από προθέσεις αντίθετης καμπυλότητας με τις αρχικές.
Η επιλογή μεταξύ των προαναφερθεισών τύπων προθέσεων εξαρτάται κυρίως από τη βιολογική ηλικία του ασθενούς, την κατάσταση των μυών του στροφικού πετάλου και την ακεραιότητα των τενόντων τους, καθώς και την ακριβή ένδειξη για την αρθροπλαστική ώμου. Η ανατομική ολική αρθροπλαστική ώμου ενδείκνυται γενικότερα για την πρωτοπαθή και τη δευτεροπαθή οστεοαρθρίτιδα του ώμου, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει επαρκές οστικό υπόβαθρο στην ωμογλήνη, ότι οι μυς του στροφικού πετάλου και ο δελτοειδής είναι ακέραιοι και λειτουργικοί, ότι το βραχιόνιο πλέγμα (το μείζον νευρικό πλέγμα που νευρώνει το άνω άκρο) είναι πλήρως λειτουργικό, ότι δεν υπάρχει προς τα άνω μετατόπιση της βραχιονίου κεφαλής γεγονός που θα υποδείκνυε την παρουσία αρθροπάθειας του στροφικού πετάλου, καθώς και ότι δεν υπάρχει κάποια ένδειξη ενεργού λοίμωξης. Η ημιαρθροπλαστική του ώμου από την άλλη πλευρά, ενδείκνυται είτε σε περιπτώσεις πρωτοπαθούς αρθρίτιδας όπου το στροφικό πέταλο είναι ανεπαρκές ή το οστικό υπόβαθρο της ωμογλήνης υπολείπεται, είτε σε νεότερους ασθενείς και χειρώνακτες εν ενέργεια, λόγω της αυξημένης πιθανότητας χαλάρωσης της πρόθεσης της ωμογλήνης σε αυτές τις ηλικιακές ομάδες. Ενδείκνυται επίσης σε επιλεγμένες περιπτώσεις αρθροπάθειας του στροφικού πετάλου, στην οστεονέκρωση της βραχιονίου κεφαλής χωρίς συμμετοχή της ωμογλήνης, σε ορισμένα 3 τεμαχίων και στα περισσότερα 4 τεμαχίων κατάγματα εγγύς βραχιονίου, και σχεδόν σε όλα τα ενδαρθρικά κατάγματα της βραχιονίου κεφαλής σε ασθενείς νεότερους από 65 έως 70 ετών. Τέλος, η ανάστροφη πρόθεση ενδείκνυται σε πιο ηλικιωμένους ασθενείς με αρθροπάθεια του στροφικού πετάλου, στην οστεοαρθρίτιδα του ώμου με συνοδό, μη επιδιορθώσιμη ρήξη του στροφικού πετάλου, στα τριών και τεσσάρων τεμαχίων κατάγματα εγγύς βραχιονίου καθώς και στα ενδαρθρικά κατάγματα της βραχιονίου κεφαλής σε ασθενείς μεγαλύτερους από 70 ετών ή με σοβαρή οστεοπενία, στη ρευματοειδή αρθρίτιδα του ώμου, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει επαρκές οστικό υπόβαθρο στην ωμογλήνη και, τέλος, μετά από αποτυχημένη ημιαρθροπλαστική ή ανατομική αρθροπλαστική ώμου. Σημειωτέον ότι για να είναι επιτυχημένη η ανάστροφη αρθροπλαστική ώμου είναι επιτακτικής σημασίας να είναι ακέραιος και λειτουργικός ο δελτοειδής μυς.
Η αρθροπλαστική του ώμου πραγματοποιείται συχνότερα υπό γενική αναισθησία, με την περιστασιακή προσθήκη περιφερικών νευρικών αποκλεισμών (διασκαληνικός ή υπερκλείδιος αποκλεισμός) για τη διαχείριση του μετεγχειρητικού πόνου. Σε επιλεγμένες περιπτώσεις ωστόσο, όπου υπάρχει ισχυρή ένδειξη για χειρουργείο, παρότι ο ασθενής μπορεί να μην είναι σε θέση να λάβει γενική αναισθησία, οι τεχνικές περιοχής αναισθησίας μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να την πραγματοποίηση της επέμβασης. Κατά τη διάρκεια του χειρουργείου, ο ασθενής τοποθετείται στην ανανκεκλιμένη καθιστή, τύπου “πολυθρόνας παραλίας” θέση και το χειρουργικό πεδίο αποστειρώνεται και απομονώνεται κατάλληλα. Και οι τρεις παραλλαγές της αρθροπλαστικής ώμου πραγματοποιούνται παραδοσιακά μέσω της θωρακοδελτοειδούς προσπέλασης με μια τομή που ξεκινά κάτω από το ακρώμιο και εκτείνεται περιφερικά παράλληλα και έξω της μασχαλιαίας πτυχής, ακολουθώντας το διάστημα ανάμεσα στο δελτοειδή και το μείζονα θωρακικό μυ. Η πρόσβαση στην άρθρωση γίνεται με την αποκόλληση της κατάφυσης του υποπλατίου μυός και τη διάνοιξη του υποκείμενου αρθρικού θυλάκου ή σε περιπτώσεις καταγμάτων, ακολουθώντας τα τεμάχια του κατάγματος και τους προσφυόμενους σε αυτά τένοντες του στροφικού πετάλου έως την άρθρωση. Ωστόσο, υπάρχει και η εναλλακτική της πρόσθιας – άνω προσπέλασης, κατά την οποία η άρθρωση προσπελαύνεται αποκολλώντας την πρόσθια παρυφή του δελτοειδούς μυός και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, διατηρώντας ακέραιο τον υποπλάτιο μυ και τις υπόλοιπες πρόσθιες δομές. Σε κάθε περίπτωση, το επόμενο βήμα είναι η πραγματοποίηση ενός κοψίματος (οστεοτομίας) στο επίπεδο του ανατομικού αυχένα του βραχιονίου, εκτός κι αν αυτό έχει ήδη δημιουργηθεί από το κάταγμα το ίδιο. Εάν πρόκειται να πραγματοποιηθεί ημιαρθροπλαστική, τότε μόνο το βραχιόνιο χρειάζεται να προετοιμαστεί κατάλληλα ώστε να υποδεχθεί μία, με ή χωρίς τσιμέντο, πρόθεση αποτελούμενη από ένα στυλεό και μια προσθετική κεφαλή. Για την ανατομική και την ανάστροφη πρόθεση, ωστόσο, η επιφάνεια της ωμογλήνης θα πρέπει επίσης να προετοιμαστεί για να υποδεχθεί, αντίστοιχα, είτε μια τσιμεντωμένη, αποτελούμενη εξολοκλήρου από πολυαιθυλένιο, κοίλη πρόθεση είτε μια χωρίς τσιμέντο βάση υποστηριζόμενη από μία κεντρική σφήνα και πρόσθετες βίδες, επί της οποίας επικάθεται μία κυρτή γληνόσφαιρα. Η πρόθεση του βραχιονίου στην ανατομική παραλλαγή είναι όμοια με αυτή της ημιαρθροπλαστικής, ενώ στην ανάστροφη παραλλαγή αποτελείται από ένα στυλεό που φέρει πάνω του μια κοίλη επιφάνεια, η οποία αρθρώνεται με τη γληνόσφαιρα. Την τοποθέτηση των προθεμάτων ακολουθεί η καθήλωση με τη χρήση μη απορροφήσιμων ραμμάτων είτε της προηγουμένως αποκολληθείσας κατάφυσης του τένοντα του υποπλατίου, είτε των οστικών τεμαχίων του κατάγματος που φέρουν τους τένοντες του στροφικού πετάλου στο βραχιόνιο οστό και στο στυλεό του βραχιονίου. Η υπόλοιπη σύγκλιση πραγματοποιείται κατά τον τυπικό, κατά καταστρώματα τρόπο, συνήθως χωρίς να χρησιμοποιηθεί παροχέτευση, ενώ ένα μεγάλο και μαλακό επίθεμα εφαρμόζεται στο τέλος πάνω από το τραύμα. Εντέλει, το άκρο τοποθετείται σε ακινητοποιητή ώμου προτού ο ασθενής φύγει από τη χειρουργική αίθουσα.
Οι κύριοι περιοριστικοί παράγοντες κατά τη μετεγχειρητική αποκατάσταση μετά την αρθροπλαστική ώμου είναι η παρουσία κατάγματος, η οποία σε κάθε περίπτωση απαιτεί έξι έως οκτώ εβδομάδες προστατευόμενης παθητικής κινητοποίησης έως την πώρωσή του, καθώς και η αποκατάσταση του τένοντα του υποπλατίου, ο οποίος είναι δυνατόν να είχε αποκολληθεί ως μέρος της χειρουργικής προσπέλασης και, ως εκ τούτου, να απαιτεί περιορισμό της ενεργητικής έσω στροφής και της παθητικής έξω στροφής του ώμου για έξι εβδομάδες. Η ώθηση με τα άνω άκρα για την έγερση από καθιστή θέση απαγορεύεται ρητά κατά τις πρώτες έξι μετεγχειρητικές εβδομάδες. Σε κάθε άλλη περίπτωση, μία απλή ανάρτηση χρησιμοποιείται για άνεση για τις πρώτες τρεις εβδομάδες οπότε και διακόπτεται. Μετά την αρχική περίοδο ακινητοποίησης, κατά την οποία επιτρέπονται μόνο ήπιες ασκήσεις κινητοποίησης της ωμοπλάτης μαζί με ασκήσεις εύρους κίνησης του αγκώνα, του αντιβραχίου και του καρπού/χεριού, ξεκινά η ενεργητική υποβοηθούμενη αλλά και η παθητική κινητοποίηση του ώμου. Καθώς ολοκληρώνεται η επούλωση των μαλακών μορίων και των οστικών δομών, θέση έχουν πιο εντατικές ασκήσεις ενεργητικού εύρους κίνησης καθώς και προοδευτικής ενδυνάμωσης. Οι ασθενείς μπορούν να αναμένουν να ανακτήσουν πλήρη λειτουργικότητα του μέλους τους σε δραστηριότητες της καθημερινής ζωής στους δύο με τρεις μήνες περίπου, ενώ όσοι εκτελούν βαρειά χειρωνακτική εργασία μπορούν να υπολογίζουν να επιστρέψουν σε αυτή στους τέσσερις με έξι μήνες μετεγχειρητικά.
Όσον αφορά τις επιπλοκές της αρθροπλαστικής ώμου, αυτές μπορούν να κατηγοριοποιηθούν, πρώτον, σε γενικές, οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν τη λοίμωξη, την εν τω βάθει φλεβοθρόμβωση, την κάκωση σε γειτονικά αγγεία και νεύρα, τη δυσκαμψία της άρθρωσης και το μειωμένο εύρος κίνησης, την άσηπτη χαλάρωση του βραχιονίου προθέματος, την αποτυχία της συρραφής/αποκατάστασης του τένοντα του υποπλατίου και τη συνακόλουθη πρόσθια αστάθεια της άρθρωσης (πρόσθιο εξάρθρημα), τη πώρωση ή την πώρωση σε πλημμελή θέση των βραχιονίων ογκωμάτων και το περιπροθετικό κάταγμα (διεγχειρητικό ή μετεγχειρητικό). Δεύτερον, υπάρχουν οι επιπλοκές που αφορούν ειδικά κάθε παραλλαγή της αρθροπλαστικής ώμου, όπως η χαλάρωση της πρόθεσης της ωμογλήνης στην TSA, η χαλάρωση της ωμογλήνης, η δημιουργία εγκοπής (notching) στην ωμογλήνη ή το κάταγμα ανεπαρκείας του ακρωμίου στην RSA και η πρόσθια-άνω διαφυγή της πρόθεσης στην ΗΑ. Παρ’ ότι ο κατάλογος μπορεί να φαίνεται μακρύς, η πλειοψηφία αυτών των επιπλοκών θεωρούνται ασυνήθεις, ενώ πολλαπλά είναι τα μέτρα που λαμβάνονται για την αποφυγή τους ή έστω την έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπισή τους σε κάθε βήμα της χειρουργικής επέμβασης και της μετεγχειρητικής πορείας.
Συμπερασματικά, η αρθροπλαστική του ώμου είναι μία χειρουργική τεχνική που μπορεί να εφαρμοστεί για την αντιμετώπιση ποικίλων παθολογιών, από την προχωρημένη ανεπάρκεια του στροφικού πετάλου έως την αρθρίτιδα του ώμου. Ανάλογα με την ένδειξη, μπορεί να πάρει τη μορφή της ημιαρθροπλαστικής, της ανατομικής ολικής αρθροπλαστικής ή της ανάστροφης ολικής αρθροπλαστικής. Η επιτυχία της εξαρτάται επίσης σε σημαντικό βαθμό από την ένδειξη για την οποία εφαρμόζεται, γι’ αυτό και η επιλογή του κατάλληλου ασθενούς παίζει κομβικό ρόλο στη βελτιστοποίηση των μακροπρόθεσμων αποτελεσμάτων. Με το δεδομένο αυτό, η αρθροπλαστική ώμου μπορεί αξιόπιστα να παρέχει ανακούφιση από τον πόνο και βελτίωση της καθ’ ημέρα λειτουργικότητας σε μία ποικιλία ασθενών.
να σε καθοδηγήσει σχετικά με τη πάθηση σου, για να επιλέξεις την καλύτερη δυνατή αντιμετώπισή της.